του Άρη Κατσίδη
Ιστορικό πλαίσιο Αμερική-Κίνα
Αδιαμφισβήτητα, μία από τις πιο διάσημες διαμάχες σε διεθνές εμπορικό επίπεδο είναι αυτή ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η άνευ προηγουμένου οικονομική ανάπτυξη της ασιατικής χώρας την τελευταία εικοσαετία, την ανέδειξε ως τον μεγαλύτερο εξαγωγέα παγκοσμίως το 2008, ενώ το 2014 ξεπέρασε τα οικονομικά μεγέθη των ΗΠΑ με βάση την αγοραστική της δύναμη.
Παρότι ο Ομπάμα προχώρησε μέχρι το τέλος της θητείας του σε ενέργειες εξομάλυνσης των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, αυτές οδηγήθηκαν στα άκρα υπό προεδρίας Τραμπ, όταν το 2017 επιβλήθηκαν δασμοί στις κινεζικές εισαγωγές, ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε προϊόντα ένδυσης και ηλεκτρικών συσκευών. Αφορμή αποτέλεσε η καταγγελία εταιρειών της ασιατικής χώρας για καταπάτηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των αμερικανικών εισαγόμενων αγαθών, με την Κίνα να ανταπαντά εξίσου με επιβολή δασμών σε αμερικανικά προϊόντα. Η ανησυχία είχε φτάσει στο ζενίθ και όλοι θεωρούσαν ότι βρισκόμαστε προ των πυλών ενός εμπορικού πολέμου.
Τον Ιούλιο του 2018 ο Τραμπ όξυνε περαιτέρω την αντιπαράθεση μεταξύ των δύο κρατών, επιβάλλοντας ακόμη 34 δισεκατομμύρια δασμών στα κινεζικά προϊόντα, όχι λόγω «εμπορικού εκφοβισμού» όπως υποστήριζε το Πεκίνο, αλλά εξαιτίας της κινεζικής επιθετικότητας τόσο στην παγκόσμια οικονομία, όσο και στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Επίσης, κατηγορίες υπήρξαν και πάλι για παραβάσεις των πνευματικών δικαιωμάτων των αμερικανικών προϊόντων, με την ασιατική χώρα από πλευράς της να θεωρεί αβάσιμες όλες τις κατηγορίες που της πρόσαψαν.
Μετά τον τερματισμό των εμπορικών συνομιλιών μπήκαμε σε μια περίοδο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως “Trade War” (εμπορικός πόλεμος) μεταξύ των δύο χωρών.
Η κυβέρνηση Τραμπ, ακάθεκτη αύξησε τους δασμούς από 10% σε 25% σε κινεζικά προϊόντα αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ εταιρείες που κατά την άποψη των Αρχών δε σέβονταν τα πνευματικά δικαιώματα (π.χ. Huawei) μπήκαν σε “blacklist”. Η ασιατική χώρα από την μεριά της επέβαλε και αυτή δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα αξίας 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Όλα αυτά ανάγκασαν και τις δύο μεριές να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να υπογράψουν στην Ανατολική Αίθουσα του Λευκού Οίκου την πρώτη φάση της εμπορικής συμφωνίας. Στις 15 Ιανουαρίου του 2020, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, δεκάδες Αμερικανοί επιχειρηματίες και νομοθέτες, υποδέχθηκαν τους 10 Κινέζους αξιωματούχους, με επικεφαλή τον Αντιπρόεδρο της κινεζικής Κυβέρνησης Λιου Χι.
Αναλύοντας την «Φάση 1» της εμπορικής συμφωνίας θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τα 4 σημεία-κλειδιά πάνω στα οποία υπογράφηκε:
1) Πνευματική ιδιοκτησία
Ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια των διαφωνιών των δύο χωρών, που βρίσκονταν «στην καρδιά» της υπόθεσης 301 με την οποία τυπικά ξεκίνησε ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα, είναι η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ασιατική χώρα μπορεί να είναι πρωτοπόρος σε διάφορους τομείς και να εντυπωσιάζει με την τεχνολογία της και τις νεοφυείς εταιρείες (startups) της, όμως δεν έχει την τεχνογνωσία και τις δομές που έχουν οι αμερικανικές εταιρείες. Για το λόγο αυτό γινόντουσαν οι παραβιάσεις, ώστε να αντισταθμιστεί το συγκριτικό τους μειονέκτημα. Βέβαια μέσω της «Πρώτης φάσης» καλείται η Κίνα να αναλάβει ένα «Σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας» εντός 30 ημερών από την έναρξη της συμφωνίας, με το Πεκίνο να δεσμεύεται ότι θα προχωρήσει στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου νομικού συστήματος αναφορικά με την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, θεωρώντας ότι αυτό θα λειτουργήσει προς το συμφέρον της χώρας για την ανάπτυξη επιχειρήσεων. Αξίζει να σημειώσουμε πως οι μεσάζοντες μεταξύ των δύο χωρών θα λειτουργούν εθελοντικά, βασισμένοι σε όρους της αγοράς και της συμφωνίας, ενώ θα επιβάλλονται μέτρα κατά της παραποίησης/απομίμησης, τα οποία αν δεν τηρηθούν θα οδηγήσουν σε κυρώσεις.
2) Αγορές από την Κίνα
Η Κίνα δεσμεύτηκε να αγοράσει εντός της επόμενης διετίας επιπλέον αμερικανικά προιόντα αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων ( μεταποιητικά- γεωργικά, ενεργειακά και σχετικές υπηρεσίες), αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου, πλησιάζοντας τα επίπεδα προ εμπορικού πολέμου (185 δισεκατομμύρια). Τα αγροτικά αγαθά, με κυριότερα τη σόγια και το χοιρινό κρέας, υπέστησαν τη μεγαλύτερη ζημία, όταν στοχοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 2018 ως αντίποινα για τους φόρους και τους δασμούς που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ. Πλέον, με βάση τη συμφωνία, η Κίνα θα αγοράσει αγροτικά αγαθά που θα υπερβαίνουν κατά 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια τις αντίστοιχες αγορές του 2017 (θεωρείται ως το έτος αναφοράς) το πρώτο έτος, και 19,5 δισεκατομμύρια παραπάνω το δεύτερο έτος (2021).
Πριν την υπογραφή της συμφωνίας ο Υπουργός Γεωργίας της Κίνας υποστήριζε ότι η Ασιατική χώρα σε καμία περίπτωση δε θα αυξήσει τις ετήσιες εισαγωγές σε αμερικανικά προϊόντα όπως είναι το καλαμπόκι, το σιτάρι και το ρύζι, όμως όπως φάνηκε διαψεύστηκε και με τη δέσμευση των 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις εισαγωγές η Κίνα θα αναγκαστεί να σταματήσει να προμηθεύεται από κάποιες τρίτες χώρες.
3) Αφαίρεση του χαρακτηρισμού του « χειραγωγού νομίσματος» από την Κίνα
Το Υπουργείο των Οικονομικών των ΗΠΑ, διά στόματος του Υπουργού Στιβ Μνούτσιν, αφαιρεί τον χαρακτηρισμό του «χειραγωγού νομίσματος» από την Κίνα, η οποία είχε χαρακτηριστεί έτσι τον Αύγουστο του 2019. Ο λόγος που είχε προχωρήσει σε αυτήν την ενέργεια η πλευρά των ΗΠΑ εξαρχής, ήταν γιατί η Κίνα και η Λαϊκή Τράπεζα της παραβίασαν τις δεσμεύσεις τους στο πλαίσιο των G20 σχετικά με την ανταγωνιστική υποτίμηση. Για την ιστορία, πρώτη φορά είχαν αναφερθεί με αυτήν την έκφραση στη χώρα του Σινικού τείχους το 1994, αποσκοπώντας στην εξάλειψη του αθέμιτου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που είχε δημιουργήσει η Κίνα.
4) Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες
Για πάρα πολλά χρόνια τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και άλλοι φορείς της αγοράς, επιδίωκαν την πρόσβαση και ίση αντιμετώπιση στις κινεζικές αγορές, στόχος ο οποίος εκπληρώνεται με την υπό εξέταση συμφωνία, αφού τα δικαιώματα των Αμερικανών προμηθευτών εξισώνονται πλέον με εκείνα των εγχώριων μελών.
Το πιο σημαντικό που αποκόμισε η Κίνα ήταν η έξοδος από την «μαύρη λίστα» των ΗΠΑ, ενώ εξίσου καίρια ήταν η μείωση του συντελεστή των δασμών στις εξαγωγές στις ΗΠΑ από 15% σε 7,5%.
Το κρίσιμο πολιτικό “timing”, ο κίνδυνος της διεθνούς οικονομικής κρίσης και η εξάπλωση της Κίνας, κυρίως στις ευρωπαϊκές χώρες, ήταν τα βαθύτερα κίνητρα για τα οποία οδήγησαν στην υπογραφή της συμφωνίας. Ακόμη, για τον Τραμπ ήταν καλό που σύναψε συμφωνητικό με την Κίνα σε μια περίοδο που η αμερικανική οικονομία πήγαινε καλά και θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει εν όψει της δίκης για την αποπομπή του, αλλά και για τις προεδρικές εκλογές του 2020.
Brexit
Το Brexit, μέσω της ενεργοποίησης από μεριάς των Βρετανών του άρθρου 50 της συμφωνίας της Ε.Ε. στην Λισαβόνα, αποτέλεσε ένα «σίριαλ» που απασχόλησε την διεθνή επικαιρότητα τα τελευταία 4 έτη.
Η Μεγάλη Βρετανία έγινε μέλος της μεγάλης «ευρωπαϊκής» οικογένειας το 1973 και έχει άμεση οικονομική αλληλεπίδραση με αυτήν, αφού ακόμα οι χώρες της Ε.Ε. κατέχουν την πρώτη θέση στις εξαγωγές της. Παράλληλα, η «Ενωμένη Ευρώπη» βοήθησε το Λονδίνο να ισχυροποιήσει την θέση του ως ένα από τα κυριότερα παγκόσμια χρηματοοικονομικά κέντρα, κάτι που ενδέχεται να αλλάξει τα επόμενα χρόνια, αφού πολλοί κολοσσοί ανακοινώνουν ότι εξετάζουν την περίπτωση αποχώρησης τους από τη Μεγάλη Βρετανία λόγω του “Brexit”.
Όλα ξεκίνησαν όταν το 2013, ο τότε πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον υποσχέθηκε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με το οποίο οι πολίτες της Μεγάλης Βρετανίας καλούνταν να ψηφίσουν αν θα ήθελαν να παραμείνει η χώρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή να αποχωρήσει από αυτήν. Ο Κάμερον ήταν πεπεισμένος πως η παραμονή στους θεσμούς της Ένωσης θα επικρατούσε, αλλά τα αποτελέσματα της 23ης Ιουνίου του 2016 τον διέψευσαν, αφού το 52% των πολιτών ψήφισε “Leave”, έναντι 48% του “Stay”.
Τη ψήφο των πολιτών πιθανώς να επηρέασαν οι φόβοι γύρω από την προσφυγική κρίση αλλά και οι τρομοκρατικές επιθέσεις που είχαν λάβει χώρα εκείνο το διάστημα ανά την Ευρώπη. Οι υπέρμαχοι του “Stay”, προέρχονταν κυρίως από το Λονδίνο, την Σκωτία και την Βόρεια Ιρλανδία, ενώ η εκλογική βάση ήταν νεαρής ηλικίας, λόγω της εξωστρέφειας στην Ευρώπη τόσο για τις σπουδές όσο και για την καριέρα τους. Από την άλλη, η εκστρατεία του “Leave”, αν και χτυπήθηκε από κατηγορίες ότι συνταγματικά δεν είναι νόμιμη, κέρδισε με 52% στο δημοψήφισμα, υποστηριζόμενη από τους μεγαλύτερους ηλικιακά. Γεωγραφικά, οι ψηφοφόροι προέρχονταν κυρίως από τις υπόλοιπες περιοχές της Αγγλίας (πλην δηλαδή του Λονδίνου), και την Ουαλία.
Η επόμενη μέρα βρήκε τον Κάμερον να παραιτείται από την πρωθυπουργία, με την Τερέζα Μέι να τον αντικαθιστά, ενώ την ίδια στιγμή η ισοτιμία λίρας-δολαρίου έπεσε σε ιστορικά χαμηλά 30 χρόνων.
Η νέα κυβέρνηση υποσχέθηκε ελεύθερη πρόσβαση στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. και μη ύπαρξη δασμών, ενώ υποστήριξε ότι σε 15 χρόνια η οικονομία της Μεγάλης Βρετανίας θα έχει επηρεαστεί συνολικά κατά 4%-9%.
Το Ηνωμένο Βασίλειο στην αρχή έθεσε πολλές κόκκινες γραμμές για την επίτευξη του “deal” (2/10/2016), καθώς υπήρχε η αντίληψη σύμφωνα και με την ομιλία της Μέι στο Lancaster House στις 17 Ιανουαρίου του επόμενου έτους, πως το ενδεχόμενο να μην υπάρξει συμφωνία θα ήταν καλύτερο από ένα «κακό» “deal”.
Στις 29 Μαρτίου του 2017, η πρωθυπουργός της Αγγλίας σε γράμμα της προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, γνωστοποίησε ότι η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε. θα πραγματοποιηθεί ακριβώς σε δύο έτη (29/3/2019). Βέβαια, στις διαπραγματεύσεις που έγιναν τα επόμενο διάστημα παρουσιάστηκαν ζητήματα όπως το καθεστώς που θα ίσχυε στα σύνορα της Ιρλανδίας.
Το αρχικό κείμενο της επικείμενης συμφωνίας δημοσιεύτηκε στις 19 Μαρτίου του 2018, ενώ στις 6 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς η Βρετανίδα πρωθυπουργός παρουσίασε τις δικές της πολιτικές, προτείνοντας ένα “Brexit” με ευνοϊκότερους όρους, δημιουργώντας θύελλα αντιδράσεων και παραιτήσεων ακόμη και πολλών υπουργών, ανάμεσα τους και του υπεύθυνου για το “Brexit”, Ντέιβιντ Ντέιβις.
Η κυβέρνηση της Μέι, αν και μέσα στο 2018 διαπραγματεύτηκε σκληρά για να αποκομίσει ότι καλύτερο μπορούσε, είδε τη συμφωνία να απορρίπτεται και τις τρεις φορές από το Σώμα των Κοινοτήτων στις ψηφοφορίες που διεξήγαγε. Το αποτέλεσμα ήταν το “Brexit” να πάρει παράταση ως τις 31/10/2019, αν και η Ευρώπη ζητούσε να επικυρωθεί η συμφωνία νωρίτερα (12/4/2019).
Η Μέι παραιτήθηκε από την θέση της πρωθυπουργού (24/5/2019), αφού δεν κατάφερε να φέρει σε πέρας το έργο της και την αντικατέστησε στις 23 Ιουλίου ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου και γνωστός υπέρμαχος του “Brexit”, Μπόρις Τζόνσον.
Ο Οκτώβριος ήταν ένας πολύ «δύσκολος» μήνας για τον Τζόνσον, που «μπήκε αμέσως στα βαθιά». Στις 2 Οκτωβρίου ο Βρετανός πρωθυπουργός δημοσιοποίησε το νέο πλάνο του με τις πέντε θέσεις για το “Brexit”, το οποίο περιείχε και την πρόταση του για την ιδιομορφία των συνόρων στην Ιρλανδία. Στις 17-18 Οκτωβρίου η Μεγάλη Βρετανία και η Ευρώπη συμφώνησαν στους όρους της συμφωνίας, ενώ την επόμενη μέρα, γνωστή και ως “Super Saturday”, ο Τζόνσον ζήτησε επιπλέον τρίμηνη παράταση για να αποχωρήσει η χώρα του από την Ε.Ε., κάτι που ανακοίνωσε την 28η Οκτωβρίου και ο Ντόναλντ Τουσκ.
Ενώ οι προεργασίες για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρώπη προχωρούσαν ταχύτατα, στις 12 Δεκεμβρίου του 2019 ο Μπόρις Τζόνσον κέρδισε πανηγυρικά τις εκλογές, με μεγαλύτερη πλειοψηφία και από εκείνη της Μάργκαρετ Θάτσερ το 1987.
Η Βρετανία στις 31 Ιανουαρίου του 2020 έπαψε και επίσημα να αποτελεί κομμάτι της ευρωπαϊκής οικογένειας. Την ίδια ώρα ο Γκι Φερχόφσταντ, πρώην Πρωθυπουργός του Βελγίου και μετέπειτα μέρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δήλωνε ότι: «Είναι πολύ στενάχωρο να βλέπεις να αποχωρεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση μια χώρα, που έχει πολεμήσει δύο φορές για να είναι ελεύθερη η Ευρώπη».