του Θάνου Φωτιάδη
Ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πορεία της τουρκικής λίρας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει χάσει αισθητά την πρότερη δυναμική της. Φυσικά, η πορεία της λίρας δεν αποτελεί αποσπασμένο κομμάτι, καθότι χαρακτηρίζεται από την αλληλεπίδραση με την ευρύτερη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Οι ποικίλες κοινωνικοπολιτικές εντάσεις τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό της Τουρκίας, έχουν δημιουργήσει μια δυσοίωνη περιρρέουσα ατμόσφαιρα για την οικονομική κατάσταση της χώρας.
Το οικονομικό μοντέλο που επέλεξε να εφαρμόσει η Τουρκία τα προηγούμενα χρόνια, εστίαζε στην προτίμηση του φθηνού δανεισμού σε ξένα κεφάλαια. Η πολιτική αυτή άφησε το στίγμα της στα οικονομικά μεγέθη της χώρας, καθιστώντας την αρκετά ευάλωτη στην νομισματική κρίση του 2018. Το καλοκαίρι του 2018 οι τριγμοί στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ ήρθαν να αναδείξουν περαιτέρω τις αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας και να εξαλείψουν κάθε ενδεχόμενο αποφυγής της νομισματικής κρίσης. Κύρια αιτία αυτής της διαμάχης των δύο χωρών αποτέλεσε η επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία από τις ΗΠΑ με αφορμή την μη απελευθέρωση του Ευαγγελιστή πάστορα Andrew Brunson. Οι οικονομικές κυρώσεις, υπό τη μορφή δασμών στα εισαγόμενα τουρκικά προϊόντα, τέθηκαν σε εφαρμογή από την 1η Αυγούστου του 2018. Πιο συγκεκριμένα, οι δασμοί στον χάλυβα έφτασαν στο 50%, ενώ αυτοί στο αλουμίνιο το 20%. Διατηρώντας διαταραγμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ, η οικονομία δέχθηκε την <<χαριστική βολή>> της και έως το τέλος του 2018 είχε σημειωθεί σημαντική ύφεση. Η ανάπτυξη της, μάλιστα, σταμάτησε στο 2,6% το 2018, έναντι του 7,4% το 2017. Καθοριστικό ρόλο στη μείωση αυτή διετέλεσε η επιφυλακτική στάση των διεθνών αγορών για την τουρκική λίρα, η οποία εκείνο το έτος απώλεσε το 30% της αξίας της.
Χρειάζεται να επισημανθεί πως πρωτεύον χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής του Ταγίπ Ερντογάν αποτελούν τα χαμηλά επιτόκια, τα οποία ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας. Διότι, θεωρεί πως τα υψηλά επιτόκια τροφοδοτούν τον πληθωρισμό, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από τη συμβατική οικονομική θεωρία που υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο. Λίγους μήνες πριν την εμφάνιση του Covid-19 στην Τουρκία, αρχές Νοεμβρίου 2019, η ισοτιμία διαμορφώθηκε στις 5,69 λίρες ανά δολάριο. Παράλληλα, ο πληθωρισμός κυμαίνονταν κάτω του 10% και η ανεργία βρισκόταν στο 14%. Πραγματοποιήθηκε τότε στρατιωτική εισβολή στην Συρία, ενώ ταυτόχρονα έλαβε χώρα δοκιμή των ρωσικών S-400 από την Τουρκία. Ως αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών, οι ΗΠΑ απείλησαν για κυρώσεις και το ευρύτερο επενδυτικό κλίμα κλονίστηκε.
Στα τέλη του μηνός σε συνδυασμό με την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας για μείωση των επιτοκίων στο 12%, η λίρα διαπραγματευόταν στα 5,9425 έναντι του δολαρίου. Αμέσως, η Κεντρική Τράπεζα προχώρησε στην ενίσχυση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, αφενός μέσω συμφωνίας ανταλλαγής με το Κατάρ ύψους 5 δισεκατομμύρια δολάρια και αφετέρου μέσω δημοπρασιών ανταλλαγής 1 δισεκατομμυρίων δολαρίων με λίρες.
Εν απουσία των ξένων επενδυτών (μόλις 11% η συμμετοχή τους στην αγορά κρατικών ομολόγων) και εξαιτίας της χαμηλής ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, η Κεντρική Τράπεζα έσπευσε αρχές Φεβρουαρίου να αγοράσει ομόλογα ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων λιρών. Η υποχώρηση της λίρας στο 6,0482 ανά δολάριο παρακίνησε την κυβέρνηση να μειώσει το όριο στην αγορά συναλλάγματος, που πραγματοποιούν οι τράπεζες, από 25% στο 10% του κεφαλαίου τους. Εξαιτίας της περαιτέρω μείωσης του επιτοκίου στο 10,75%, της εμφάνισης του Covid-19 στη χώρα, αλλά και των ανησυχιών για το τεταμένο κλίμα στη Συρία, η λίρα διαμορφώνεται στις 6,1690/δολάριο. Ο Τούρκος πρόεδρος επέλεξε να αντιμετωπίσει την υποβάθμιση του νομίσματος μέσω της εκτεταμένης νομισματικής χαλάρωσης. Στράφηκε στην ενίσχυση της λίρας μέσω του συνεχούς <<πουλήματος>> συναλλαγματικών αποθεμάτων και της μείωσης του επιτοκίου. Η προσπάθεια, όμως, που γινόταν για να τονωθεί η οικονομία μέσω της πιστωτικής ανάπτυξης, επέφερε άνοδο της ζήτησης των εισαγόμενων προϊόντων και διεύρυνε το έλλειμμα του ισοζυγίου. Ταυτόχρονα, υπήρχαν πολλές επιχειρήσεις που είχαν δανειστεί είτε σε δολάρια είτε σε ευρώ, με αποτέλεσμα όσο υποτιμάται η λίρα, τόσο να δυσκολεύεται η αποπληρωμή των δανείων τους.
Στα μέσα Απριλίου, καταγράφεται νέα μείωση του επιτοκίου από 9,75% (επιτόκιο Μαρτίου) στο 8,75%, με την Κεντρική Τράπεζα να φαίνεται ανεπηρέαστη από τις πληθωριστικές πιέσεις που μπορούσε να αποφέρει η νομισματική χαλάρωση. Εκείνη την περίοδο τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Κεντρικής Τράπεζας παρουσιάζονταν μειωμένα στα 25 δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς προτιμούσε να συσσωρεύσει στην αγορά δολάρια και να στηρίξει με αυτόν τον τρόπο το νόμισμά της. Στην ήδη πολυτάραχη κατάσταση της οικονομίας, ήρθε να συγκαταλεχθεί η ολιγοήμερη απαγόρευση συναλλαγών σε λίρες που έθεσε η Τουρκία σε 3 τράπεζες (Citigroup, UBS, BNP Paribas). Αιτία αυτού διατέλεσε η μη εκπλήρωση υποχρεώσεων αυτών των τραπεζών έναντι Τούρκων επενδυτών. Η παρεμβατική στάση των τουρκικών Αρχών, επιβάλλοντας απαγορεύσεις και πρόστιμα σε θεσμούς, δεν ήχησε καθόλου καλά στις διεθνείς αγορές. Ως απόρροια αυτού, η λίρα έφτασε στο 7,2598/δολάριο, συνιστώντας νέο ιστορικό χαμηλό. Η Τουρκία, έτσι, πραγματοποίησε έκκληση για χρηματοδότηση σε ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα και Κατάρ. Ένα ενδεχόμενο συνεργασίας με την Fed (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ) δεν συγκέντρωνε πολλές πιθανότητες, εξαιτίας της προτίμησης της Τουρκίας στους ρωσικούς S-400. Οι διαπραγματεύσεις με το Κατάρ τελεσφόρησαν και υπογράφηκε αύξηση 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην προαναφερθείσα συμφωνία των 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η επιτυχία αυτή ενίσχυσε τη λίρα, παρά την εξακολούθηση στη μείωση του επιτοκίου στο 8,25%, στο 6,7912/δολάριο.
Είδηση αποτέλεσε όταν η Κεντρική Τράπεζα διατήρησε σταθερό το επιτόκιο από τον Ιούνιο έως και τον Αύγουστο. Αρχές Ιουλίου, η Τουρκία έθεσε απαγόρευση short-selling σε 6 διεθνείς τραπεζικούς κολοσσούς, ενώ παράλληλα κρατικές τράπεζες διπλασίασαν το σορτάρισμα τους στο ξένο συνάλλαγμα, στα 8,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Πρόκειται για δύο κινήσεις που αποσκοπούσαν στην αποτροπή περαιτέρω εξασθένησης της λίρας έναντι του δολαρίου. Κατά τον Αύγουστο, η λίρα συνέχιζε να υποβαθμίζεται και εν τέλει έκλεισε στις 31 του μηνός στο 7,4161/δολάριο. Η Κεντρική Τράπεζα έμοιαζε να βρίσκεται σε αδιέξοδο, παρατηρώντας τον πληθωρισμό να αυξάνεται διαρκώς (11,77%) όσο προτιμώνται χαμηλά επιτόκια.
Αντιλαμβανόμενη πως με έμμεσες μεθόδους δεν κατέστη εφικτή η αντιμετώπιση του πληθωρισμού, προχώρησε τον επόμενο μήνα σε αλλαγή πολιτικής και αύξηση του επιτοκίου σε 10,25%. Μία κίνηση που, ενώ εξέπληξε την επενδυτική κοινότητα, δεν μπόρεσε να βρει αντίκρισμα στη βελτίωση της λίρας. Η παρέμβαση της Τουρκίας στην έκρυθμη κατάσταση του Ναγκόρνο Καραμπάχ, αλλά και η υποβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας από την Moody’s (από Β1 σε Β2) δεν επέτρεψαν την εμπιστοσύνη στη λίρα. Στο μοτίβο της ολίσθησης κινήθηκαν οι εξελίξεις και τον μήνα του Οκτωβρίου, με την λίρα να ξεπερνά το <<φράγμα>> του 8 ανά δολάριο. Στις 7 Νοεμβρίου ο Τούρκος πρόεδρος απομάκρυνε τον μέχρι τότε διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Μουράτ Ουισάλ, τοποθετώντας τον πρώην υπουργό οικονομικών Νατσί Αγκμπάλ. Η αλλαγή αυτή σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου που προμήνυαν άνοδο επιτοκίων, προκάλεσαν συγκρατημένη αισιοδοξία για την πορεία της λίρας. Πράγματι, εκείνη την εβδομάδα η λίρα κατέγραψε κέρδη πάνω από 10%, φτάνοντας στο 7,7242/δολάριο. Η Κεντρική Τράπεζα δικαίωσε τις προβλέψεις, πραγματοποιώντας μεγάλη αύξηση του επιτοκίου κατά 475 μονάδες βάσης στο 15%. Αξίζει να σημειωθεί πως εξαιτίας της μεγάλης μεταβλητότητας των εξελίξεων, οι Τούρκοι επενδυτές επικεντρώθηκαν στη μετατροπή των διαθεσίμων τους σε χρυσό. Μάλιστα, το ποσό μετατροπής έφτασε στα 36,4 δισεκατομμύρια δολάρια (τριπλάσια από το 2019). Η αυξημένη εισαγωγή χρυσού κατείχε τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο άγγιξε τα 27,5 δισεκατομμύρια δολάρια το πρώτο 9μηνο του 2020.
Η χρονιά για την Τουρκία έκλεισε με γενναία αύξηση του επιτοκίου στο 17%, με την λίρα να διαπραγματεύεται στο 7,47 ανά δολάριο και με το βραχυπρόθεσμο χρέος να ανέρχεται στα 148,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Η διατήρηση της σφιχτής νομισματικής πολιτικής συνεχίστηκε και η λίρα στα μέσα Φεβρουαρίου είχε κερδίσει 20% από το ιστορικό χαμηλό του Νοεμβρίου. Η άνοδος του νομίσματος, όμως, δεν βελτίωσε τον πληθωρισμό που έφτανε στο 15,6%. Τη σταθεροποίηση της κατάστασης ήρθε να διαταράξει στις 20 Μαρτίου η απόλυση του Νατσί Αγκμπάλ (μετά την αύξηση του επιτοκίου στο 19%), του οποίου τη θέση πήρε ο Σαχάπ Καβατσίογλου. Αμέσως προκλήθηκε βουτιά στη λίρα που σταμάτησε στα 8,35/δολάριο. Χαρακτηριστικό της ανησυχίας που προκλήθηκε ήταν το ότι οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης διακόπηκαν 2 φορές. Στη συνεδρίαση του Απριλίου, το επιτόκιο παρέμεινε στο 19% με τον πληθωρισμό να αναμένεται να κινηθεί μεταξύ 16%-18% και τη λίρα να βρίσκεται σταθερά πάνω από τις 8 μονάδες.
Γίνεται αντιληπτό πως η τουρκική οικονομία αντιμετώπισε πολλές κρίσιμες καταστάσεις στην οικονομία της, το στίγμα των οποίων αναμένεται να διατηρηθεί για αρκετό καιρό ακόμα. Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε πως η πορεία μιας οικονομίας χαρακτηρίζεται από άμεση συνάφεια με την γενικότερη εξωτερική πολιτική και την εσωτερική διακυβέρνηση του κράτους.
Βιβλιογραφία:
https://www.bankingnews.gr/index.php?id=379029
https://m.naftemporiki.gr/story/1380863
https://idos.gr/wp-content/uploads/2020/03/Lemonidi-Nomismatiki-Krisi-Tourkias-final_17-3-2020.pdf
https://www.capital.gr/diethni/3394726/mastiga-oi-autoktonies-stin-tourkia
https://www.capital.gr/story/3410104/-em-tourkia-em-epiballontai-austiroteroi-elegxoi-sti-em-lira-em
https://www.naftemporiki.gr/finance/tag/259/tourkia-oikonomia
https://www.bankingnews.gr/index.php?id=507238
https://www.thetoc.gr/diethni/article/o-erntogan-kirussei-ton-polemo-stis-xenes-trapezes/
https://www.naftemporiki.gr/finance/quote/eurtry/euro-nea-tourkiki-lira
https://hellasjournal.com/tag/moyrat-oyisal/
https://www.economistas.gr/diethni/35341_toyrkia-ptosi-tis-liras-meta-tin-ayxisi-toy-plithorismoy
https://www.naftemporiki.gr/finance/tag/259/tourkia-oikonomia
https://www.capital.gr/oikonomia/3535577/alpha-bank-i-oikonomia-tis-tourkias-se-nea-peridinisi