* του Νίκου Μουτσίδη
Αρκετά συχνά, φοιτητές, οικονομολόγοι αλλά και κάθε είδους ενδιαφερόμενοι συνδέουν την έννοια του ελλείμματος με την αδυναμία των παραγωγών να ικανοποιήσουν τις καταναλωτικές ανάγκες. Ένα από τα πιο θεμελιώδη μικροοικονομικά υποδείγματα είναι αυτό της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν η ζητούμενη ποσότητα υπερβαίνει την προσφερόμενη, η αγορά πλήττεται από έλλειμμα και οι μηχανισμοί της, είτε αυτόματα είτε μέσω κρατικών παρεμβάσεων και πολιτικών, επιδιώκουν την απαλοιφή του. Σε επίπεδο μακροοικονομίας, η κατάσταση φαίνεται να είναι πιο περίπλοκη. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το εργατικό δυναμικό, παρατηρείται αυξανόμενη προσφορά θέσεων εργασίας από εργοδότες, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται η ζήτηση των εργαζομένων για αυτές. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ‘’labour shortage’’ και σε μια απόπειρα αυστηρής μετάφρασης θα μπορούσε να αποδοθεί ως ‘’έλλειμμα εργασίας’’. Επεξηγηματικά, μια τέτοια κατάσταση χαρακτηρίζεται από εργοδότες που αναζητούν διακαώς εργαζόμενους για τις επιχειρήσεις τους, και από εργάτες που δεν προτίθενται να εργαστούν. Τα αίτια πίσω από την εμφάνιση της συγκεκριμένης οικονομικής κατάστασης δεν είναι απλά, ωστόσο αποτελούν ιδιαίτερα ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου συναντάται σε αρκετά μεγάλο βαθμό.
Στην βαθύτερη κατανόηση του συγκεκριμένου προβλήματος, βοηθά η ανάγνωση δεδομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρόλο που το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 6.1% του εργατικού δυναμικού (Lowrey, 2021) αυτοί που εξωτερικεύουν τις ανησυχίες τους δεν είναι οι εργάτες, αλλά οι εργοδότες. Οι αμερικανοί πολίτες που αναζητούν εργασία ενεργά είναι σχεδόν 10 εκατομμύρια, ενώ οι ανοιχτές θέσεις εργασίας ανέρχονται στις 8.1 εκατομμύριες. Πώς αντιμετωπίζεται η συγκεκριμένη ασυνέχεια στην αμερικανική οικονομία;
Πολλοί εργοδότες έχουν στραφεί στην απόδοση μπόνους κατά την πρόσληψη, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου αυξάνονται οι αμοιβές από τους εργοδότες, προκειμένου να προσελκύσουν εργατικά χέρια. Οι πρακτικές αυτές, εφαρμόζονται κυρίως από μεγάλες αλυσίδες εστιατορίων, αλλά και από μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Στο καπιταλιστικό σύστημα, όπως αυτό διαμορφώνεται στον 21ο αιώνα, το κίνητρο αποτελεί παράγοντα σημασίας για τις περισσότερες οικονομικές αποφάσεις και δραστηριότητες. Όταν η ισχύς του κινήτρου περιορίζεται, περιορίζεται και ο αριθμός των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα. Επομένως, το έλλειμμα εργασίας θα μπορούσε να έχει τις ρίζες του στην απροθυμία των εργατών για δουλειά. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ μαστίζεται από οκνηρία. Αντιθέτως, αποδεικνύεται η συστημική αδυναμία των δημοσιονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται, καθώς θα μπορούσαν να κριθούν υπεύθυνες για τη δημιουργία παράδοξων οικονομικών φαινομένων σαν αυτό. Ποιές πολιτικές οδήγησαν σε αυτήν την κατάσταση;
Η απάντηση βρίσκεται, κατά πολλούς οικονομολόγους και πολιτικούς, στον τρόπο με τον οποίο διαρθρώνεται το σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης και ασφάλισης στις ΗΠΑ. Ειδικότερα, τα προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας και τα κοινωνικά πακέτα στήριξης των οικονομικά ασθενών στρωμάτων περιλαμβάνουν ποσά που εγείρουν προβληματισμούς. Ενδεικτικά αναφέρεται πως τα επιδόματα που χορηγούνται ανέρχονται σε $300 δολάρια εβδομαδιαίως. Το ποσό αυτό, αθροιστικά, αγγίζει τα $1200 δολάρια το μήνα και σε ατομικό επίπεδο υπάρχει σημαντικό εναλλακτικό κόστος σε περίπτωση που κάποιος αποφασίσει να εργαστεί. Στο υποθετικό σενάριο που κάποιος καταφέρνει να βρει δουλειά που αμείβει ποσό ανάλογο του κατώτατου μισθού, δηλαδή $8.7 δολάρια κατά μέσο όρο την ώρα(How Does NH Compare on the Minimum Wage?, n.d.), μηνιαία τα έσοδά του με πενθήμερη, οκτάωρη εργασία ανέρχονται σε $1.392 δολάρια. Μόλις $192 δολάρια περισσότερα από τις κρατικές παροχές, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να υπερβούν τα $1200 δολάρια. Σε αυτό το σημείο γίνεται κατανοητή η διάσταση του προβλήματος.
Ορισμένοι εργοδότες δεν είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν ως ανταμοιβή ποσά μεγαλύτερα του ελάχιστου εισοδήματος. Ειδικά σε κλάδους όπως αυτοί της εστίασης. Η έννοια του εργατικού δυναμικού έχει μεταβληθεί σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, περίπου στο 1960-1970, ο εργαζόμενος απολάμβανε περισσότερα προνόμια, εξασφαλίζονταν στο έπακρο τα δικαιώματά του και ο μισθός του παρέμενε σε ικανοποιητικά επίπεδα. Εάν συγκριθεί αυτή η παρελθοντική κατάσταση με τη σημερινή θα γίνουν προφανείς οι διαφορές που επήλθαν στην αντιμετώπιση των εργαζομένων. Η δυνατότητα των εν δυνάμει εργαζομένων να αρνηθούν να εργαστούν υποδεικνύει αδυναμίες στην αμερικανική οικονομία παρά τις προσπάθειες προσέγγισης πλήρους απασχόλησης τα τελευταία χρόνια. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε κανείς να εξάγει το συμπέρασμα πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η ανοχή του κράτους απέναντι στην εταιρική ασυδοσία, το σύστημα της επιδοματικής πολιτικής και άλλα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα οδήγησαν στην προαναφερόμενη κατάσταση. Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη των τελευταίων ετών δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα στο χώρο των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, οι εργοδότες συνειδητοποίησαν πως η βέλτιστη αξιοποίηση της τεχνολογίας επιφέρει μεγαλύτερη παραγωγικότητα από την αξιοποίηση εργατικού δυναμικού και μόνο. Επίσης, το κόστος συμπεριλαμβάνεται σε αυτό του κεφαλαίου, επομένως τα κόστη για το εργατικό δυναμικό μειώνονται σημαντικά. Τα τελευταία, δε, συνεχίζουν να υπάρχουν καθ’όλη τη διάρκεια λειτουργία της επιχείρησης, ενώ οι νέες τεχνολογίες απαιτούν μόνο κεφάλαιο, επενδυτικό και μη. Είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί πως δεν μπορούν όλοι οι επιχειρηματικοί κλάδοι να λειτουργήσουν βάσει της τεχνολογίας και πως στους περισσότερους η παρουσία εργατικού δυναμικού είναι απαραίτητη.
Η πανδημία, αποτελεί και αυτή, παράμετρο άξια μελέτης. Βάσει ερευνών (Lowrey, 2021), ένα μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ, είναι υπεύθυνο για την περίθαλψη ευπαθών μελών της οικογένειάς τους και δεν είναι διατεθειμένο να αναλάβει το ρίσκο που ενέχει η απασχόληση αυτή την εποχή. Επίσης, ορισμένοι έχουν ήδη βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό, έχουν υποκείμενα νοσήματα και νιώθουν ευάλωτοι μέσα στις συνθήκες που επικρατούν. Επιπλέον, η οικονομική κρίση που επήλθε λόγω της πανδημίας, οδήγησε αρκετούς εργοδότες στη μείωση των μισθών που παρέχουν. Έτσι, αρκετοί εν δυνάμει εργαζόμενοι δεν επιθυμούν να εργαστούν στην ίδια ή παρόμοια θέση και να αμείβονται λιγότερο. Στην πλειοψηφία τους, αρκετές από τις θέσεις εργασίας που αδυνατούν να πληρωθούν, παρέχουν χαμηλούς μισθούς. Αρκετά στατιστικά δεδομένα, στηρίζουν πως οι περιορισμένα αμειβόμενες θέσεις εργασίας παρέχουν περιορισμένη σταθερότητα συγκριτικά με άλλες υψηλόμισθες θέσεις.
Το επιχειρηματικό περιβάλλον των Ηνωμένων Πολιτειών έχει κάνει τη σύσταση εργατικών σωματείων, αλλά και τη δραστηριότητά τους αρκετά δυσχερή αφήνοντας την εξασφάλιση των εργατικών προνομίων και δικαιωμάτων στην αποκλειστική διαχείριση των επιχειρηματιών. Οι τελευταίοι, στο βωμό των εταιρικών κερδών, αρνούνται να τα εξασφαλίσουν, διευρύνοντας το χάσμα της οικονομικής ανισότητας στην κοινωνία των ΗΠΑ.
Επιλογικά, η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα πολλών δημοσιονομικών πολιτικών αλλά και οικονομικών παραμέτρων. Ο εργατικός κόσμος των Ηνωμένων Πολιτειών αρνείται να δουλέψει. Αυτό είναι κάτι που οφείλει να προβληματίζει τους ενδιαφερόμενους, χωρίς όμως να τους τρομάζει. Ο καθένας σε ατομικό επίπεδο, οφείλει να αποφασίζει με τρόπο ωφελιμότερο προς αυτόν. Ωστόσο, όταν το πρόβλημα είναι συστημικό υπάρχει ανάγκη για αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και δίνουν έμφαση στην οικονομική ευημερία του γενικού πληθυσμού.
Βιβλιογραφία
How does NH compare on the minimum wage? (n.d.). Citizens Count. Retrieved 2 June 2021, from https://www.citizenscount.org/news/how-does-nh-compare-minimum-wage
Lowrey, A. (2021, June 1). Workers Should Have the Power to Say ‘No’. The Atlantic. https://www.theatlantic.com/ideas/archive/2021/06/labor-shortage-positive/619050/