της Γεωργουσάκη Μαρίνας
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (European Central Bank ή ECB ή ΕΚΤ) αποτελεί ένα από τα επίσημα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θεωρείται η Κεντρική Τράπεζα του συνόλου των 19 χωρών της Ευρωζώνης και αποτελεί τον «κορμό» του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού με κύριες δραστηριότητες την άσκηση νομισματικής πολιτικής, καθώς επίσης και την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος.
Τι είναι όμως η Νομισματική Πολιτική και ποιος ο ρόλος που διαδραματίζει στην οικονομία; Η άσκηση νομισματικής πολιτικής είναι η διαδικασία κατά την οποία η νομισματική αρχή μιας οικονομικής περιοχής, για παράδειγμα η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εξασφαλίζει τη διατήρηση της σταθερότητας τόσο των τιμών, όσο και της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι επίσημοι στόχοι που έχουν τεθεί αποτελούνται από την οικονομική ανάπτυξη και τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μια οικονομία χαρακτηρίζεται με σταθερότητα τιμών όταν ο ρυθμός πληθωρισμού είναι μικρότερος του 2%. Δηλαδή, έχει καθοριστεί η σταθερότητα τιμών από την ΕΚΤ ως η ετήσια αύξηση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για τη ζώνη του ευρώ κάτω από το 2%. Μεσοπρόθεσμα η ΕΚΤ επιδιώκει να διατηρήσει τα επίπεδα πληθωρισμού χαμηλότερα αλλά κοντά στο 2%, στα πλαίσια πάντα επίτευξης της σταθερότητας των τιμών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να λάβει δύο μορφές, είτε επεκτατική, είτε περιοριστική. Στην πρώτη περίπτωση αυξάνεται η διαθέσιμη ποσότητα χρήματος στην αγορά ενθαρρύνοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη. Στη δεύτερη περίπτωση, η διαθέσιμη ποσότητα χρήματος στην αγορά μειώνεται. Ουσιαστικά, ο σημαντικότερος στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι η σταθερότητα των τιμών και πιο συγκεκριμένα η ετήσια ποσοστιαία αύξηση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, δηλαδή του πληθωρισμού, να μην υπερβαίνει το 2%, αλλά να το προσεγγίζει σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο.
Ακόμη, ένας από τους διάφορους ρόλους που δύναται να λάβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι αυτός του «Δανειστή Έσχατης Ανάγκης» (Lender of Last Resort). Στις μέρες μας τα τραπεζικά συστήματα καλούνται να αντιμετωπίσουν μια πληθώρα κινδύνων, οι οποίοι μπορούν εύκολα να οδηγήσουν ακόμα και σε πτώχευση. Για να πτωχεύσει ένα τραπεζικό ίδρυμα θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής δύο λόγοι. Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με τα αρνητικά ίδια κεφάλαια. Εξαιτίας είτε μιας μη σωστής οικονομικής διαχείρισης ή κάποιας οικονομικής κρίσης που οδήγησε σε μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων έχουμε ως αποτέλεσμα η τράπεζα να καταγράψει μεγάλες ζημίες. Ο δεύτερος λόγος που μπορεί να οδηγήσει σε πτώχευση αποτελεί η έλλειψη ρευστότητας. Ακόμα κι αν ένα τραπεζικό ίδρυμα θεωρείται αρχικά φερέγγυο, μπορεί να χρεοκοπήσει εάν δεν διαθέτει επαρκή ρευστότητα, δηλαδή αν εκείνη τη χρονική στιγμή ανεξάρτητα από την κερδοφορία του, δεν έχει αρκετά χρήματα στο ταμείο για να αποπληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, αν οι καταθέτες χάσουν την εμπιστοσύνη τους για το εν λόγω τραπεζικό ίδρυμα και προβούν σε μαζικές αναλήψεις των χρημάτων τους από τους λογαριασμούς τους. Τα τραπεζικά ιδρύματα παρουσιάζουν υψηλή αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, πράγμα που σημαίνει ότι αν μια τράπεζα χρεοκοπήσει ελλοχεύει μεγάλος κίνδυνος να συμπαρασύρει σε πτώχευση και άλλες τράπεζες, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε κρίση στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος παρουσιάζοντας τρομερές συνέπειες και στο σύνολο της οικονομίας.
Για τους προαναφερθέντες λόγους, τόσο οι κυβερνήσεις, όσο και οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν την αποτροπή τέτοιων κρίσεων. Κάτι τέτοιο τίθεται σε εφαρμογή ακολουθώντας επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Σε περιόδους έντονων υφέσεων επεμβαίνουν με πιο δραστικά μέσα τα οποία έχουν ρόλο «διάσωσης». Πιο συγκεκριμένα, εάν μια τράπεζα αντιμετωπίζει πρόβλημα με τα ίδια κεφάλαια της, τότε η καλύτερη πολιτική που μπορεί να εφαρμοστεί αφορά την παροχή ρευστών διαθεσίμων έχοντας τη μορφή μετοχικού κεφαλαίου. Πρόκειται ουσιαστικά για ανακεφαλαιοποίηση. Κάτι τέτοιο όμως αποτελεί αρμοδιότητα της κυβέρνησης και όχι της Κεντρικής Τράπεζας. Όταν όμως ένα τραπεζικό ίδρυμα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας μπορεί και η Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει δράση και να σταθεί ως αρωγός. Υπό φυσιολογικές συνθήκες μια Τράπεζα δύναται να είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες της σε ρευστότητα μέσω του δανεισμού από άλλη τράπεζα. Να βγει δηλαδή στην διατραπεζική αγορά. Σε περιπτώσεις όμως αβεβαιότητας και υψηλών κινδύνων οι υπόλοιπες τράπεζες δεν είναι σύμφωνες να προχωρήσουν σε δανεισμό. Έτσι προκειμένου να αποφευχθεί η πτώχευση της τράπεζας αυτής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δύναται να παρέχει η ίδια το δανεισμό με την προϋπόθεση όμως ότι θα της επιστραφεί το κεφάλαιο μόλις η κρίση υποχώρηση.
Γιατί όμως αποτελεί τον Δανειστή Έσχατης Ανάγκης; Για ποιο λόγο ηχεί στα αυτιά όλων ως κάτι κακό στο οποίο θα καταφύγει κανείς μόνο όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια και όλες οι πιθανές λύσεις; Το λόγο θα τον καταλάβουμε παρακάτω σύμφωνα με τα εξής στοιχεία. Αρχικά, το επιτόκιο που θα ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως Δανειστής Έσχατης Ανάγκης θα είναι πολύ υψηλότερο από αυτό της διατραπεζικής αγοράς με στόχο οι τράπεζες να καταφεύγουν σε αυτό μόνο όταν δεν μπορούν να αντλήσουν από αλλού κεφάλαια (μέσω δανεισμού). Επίσης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποπληρωμή του δανείου, υποχρεούται η δανειολήπτρια τράπεζα να θέσει ως εγγύηση μερικά από τα περιουσιακά της στοιχεία. Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό αποτελεί το γεγονός ότι πρόκειται για μια λειτουργία χωρίς διατυπωμένους όρους παρέμβασης κι αυτό γιατί αν γνωρίζουν εκ των προτέρων τα τραπεζικά συστήματα ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα παρέχει δάνεια σε περιόδους υφέσεων, θα νιώθουν ασφάλεια έχοντας ως αποτέλεσμα επιπόλαιες κινήσεις χωρίς ιδιαίτερη προσοχή.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες (ΕθΚΤ) παρέχουν την τελευταία σανίδα σωτηρίας στις τράπεζες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Αυτή η σανίδα σωτηρίας ονομάζεται έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα (emergency liquidity assistance – ELA), όμως η δραστηριότητα τους ως δανειστές έσχατης ανάγκης ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επίσης, να υπογραμμισθεί ότι τα τραπεζικά συστήματα που αντιμετωπίζουν προβλήματα δε σημαίνει ότι θα λαμβάνουν πάντα την έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα, αφού θα πρέπει πρώτα να βεβαιωθεί η φερεγγυότητά τους. Όλα τα παραπάνω αποτελούν προσωρινές λύσεις. Μόλις η κατάσταση εξομαλυνθεί η παροχή ρευστότητας διακόπτεται και τα δάνεια πρέπει να αποπληρωθούν, ενώ η αυστηρότητα των παραπάνω μέτρων αποτρέπει την εμφάνιση ηθικού κινδύνου. Κλείνοντας, αξίζει να προστεθεί το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δύναται να παρέχει έκτακτη στήριξη μόνο σε τραπεζικά συστήματα και όχι σε κυβερνήσεις. Κάτι τέτοιο απαγορεύεται στη ζώνη του ευρώ διότι μπορεί να υπονομευτεί η σταθερότητα των τιμών, καθώς επίσης και η ανεξαρτησία της ΕΚΤ.
Βιβλιογραφία
European Central Bank Eurosystem . (n.d.). Ανάκτηση από https://www.ecb.europa.eu/home/html/index.en.html
Grauwe, P. D. (2018). Οικονομική της Νομισματικής Ένωσης. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Κατσίμη, Μ. (2016). Μακροοικονομικές Πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: ΟΠΑ .
Νούλας, Α. Γ. (2015). Χρήμα και Τράπεζες. Θεσσαλονίκη.