Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην Εποχή του Κορωνοϊού

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην Εποχή του Κορωνοϊού

του Κωνσταντίνου Κάτου

Μετά από μια δεκαετία έντονων προκλήσεων για την ευρωπαϊκή οικονομία και ενώ η νέα δεκαετία φάνταζε για πολλούς ως η αρχή του τέλους για τις προκλήσεις αυτές, το ξέσπασμα της πανδημίας του COVID-19 ήρθε να συνταράξει για ακόμα μια φορά το «οικοδόμημα» που ονομάζεται Ευρωζώνη, δοκιμάζοντας εκ νέου τα όρια και τις αντοχές του. Στα πλαίσια, λοιπόν, της δοκιμασίας αυτής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται να διαδραματίσει ίσως και τον πιο καθοριστικό ρόλο, προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα εντός της ζώνης του Ευρώ. Ποια είναι, όμως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ποιος ο ρόλος της στο ευρωπαϊκό οικονομικό γίγνεσθαι;

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ιδρύθηκε την 1η Ιουνίου του 1998, ενώ από την 1η Ιανουαρίου του 1999, αντικαθιστώντας το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ), αποτελεί επισήμως τον αρμόδιο φορέα για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής εντός της Ευρωζώνης, αναλαμβάνοντας έτσι τον ρόλο της κεντρικής τράπεζας των 19 πλέον χωρών που την συγκροτούν. Πρόκειται, συνεπώς, για έναν υπερεθνικό οργανισμό που φέρει δική του νομική προσωπικότητα και ο οποίος σε συνεργασία με τις αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες των χωρών αυτών, εκπληρώνει την πληθώρα των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί. Θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς την σχέση της ΕΚΤ με τις αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης ως μία σχέση Εντολέα-Εντολοδόχου, όπου η ΕΚΤ φέρει το ρόλο του λήπτη των αποφάσεων αλλά και του επιβλέποντος αυτών, την στιγμή, δε, που οι κεντρικές τράπεζες των εν λόγω χωρών περιορίζονται κυρίως στην εκτέλεση των εκάστοτε αποφάσεων.

Οι αποφάσεις αυτές, λοιπόν, επικεντρώνονται σε 4 βασικούς άξονες, οι οποίοι συνιστούν και τα βασικά καθήκοντα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Συγκεκριμένα, τα βασικά αυτά καθήκοντα, τα οποία καλείται να επιτελέσει το Ευρωσύστημα και κατ’ επέκταση η ΕΚΤ, αποσαφηνίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 127 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι τα ακόλουθα:

  • Η χάραξη και εφαρμογή της κατάλληλης νομισματικής πολιτικής.
  • Η εκτέλεση πράξεων συναλλάγματος.
  • Η κατοχή και διαχείριση των επίσημων συναλλαγματικών διαθεσίμων των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και
  • Η προαγωγή της ομαλής λειτουργίας του συστήματος πληρωμών.

Βέβαια, στα πλαίσια της δράσης της ΕΚΤ, η νομισματική σταθερότητα αποτελεί βασική προτεραιότητά της. Συγκεκριμένα, διαχρονικός στόχος της νομισματικής πολιτικής της είναι η εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών στην Ευρωζώνη. Και για να επιτευχθεί αυτό, η ΕΚΤ αποσκοπεί μεσοπρόθεσμα στην διατήρηση ρυθμών πληθωρισμού χαμηλότερων αλλά και πλησίον του 2%. Προς αυτήν την κατεύθυνση, λοιπόν, η ΕΚΤ διαθέτει στην «φαρέτρα» της ένα σημαντικό «εργαλείο», την διαχείριση της ρευστότητας μέσω κυρίως του επηρεασμού των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων.

Ποια είναι, όμως, τα μέσα αυτά που δύναται να επιστρατεύσει η ΕΚΤ για τον επηρεασμό των επιτοκίων και κατ’ επέκταση της ρευστότητας; Η αλήθεια είναι ότι η ΕΚΤ μπορεί να το πετύχει αυτό με διάφορους τρόπους. Και αυτοί μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

  • Σε πράξεις ανοιχτής αγοράς.
  • Σε πάγιες διευκολύνσεις και
  • Στο σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών.

Στην πρώτη, λοιπόν, κατηγορία εντάσσονται οι πράξεις ανοιχτής αγοράς. Στόχος των πράξεων αυτών είναι ο επηρεασμός των επιτοκίων, μεταβάλλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την προσφορά χρήματος. Για παράδειγμα, αν επιδίωξη της ΕΚΤ είναι η αύξηση της προσφοράς χρήματος, τότε αυτή θα πρέπει να αγοράσει κρατικούς τίτλους, προκειμένου να διοχετευτεί νέο χρήμα στην αγορά. Από την άλλη πλευρά, αν πρόθεση της ΕΚΤ είναι η μείωση του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά, τότε θα πρέπει να προβεί σε πώληση των ανάλογων κρατικών ομόλογων που η ίδια κατέχει, πιέζοντας έτσι τα  αντίστοιχα επιτόκια προς τα πάνω και περιορίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο την προσφορά χρήματος.

Βέβαια, τα παραπάνω μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω διάφορων πράξεων ανοιχτής αγοράς. Συγκεκριμένα, εντοπίζονται 4 κατηγορίες τέτοιων πράξεων, με πρώτη και πιο σημαντική εξ αυτών να είναι η κατηγορία των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ κάθε εβδομάδα, κατόπιν εξέτασης των συνθηκών που επικρατούν, εκτελεί ή όχι τακτικές συναλλαγές παροχής ρευστότητας, οι οποίες κρίνονται επαρκείς για περίπου μία εβδομάδα. Με άλλα λόγια, μέσω της πράξης αυτής, η ΕΚΤ προσφέρει βραχυπρόθεσμες «ενέσεις» ρευστότητας στα πιστωτικά ιδρύματα των εν λόγω χωρών της Ευρωζώνης.

Όμως, για την πραγματοποίηση των πράξεων αυτών, η ΕΚΤ ορίζει ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, γνωστό και ως επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης. Βέβαια, προκειμένου το επιτόκιο αυτό να ρυθμίζει κατάλληλα την ρευστότητα της χρηματαγοράς και άρα να διασφαλίζει την επίτευξη των αντίστοιχων νομισματικών στόχων της Ζώνης του Ευρώ, η ΕΚΤ επανεξετάζει και ανακοινώνει ανά 6 εβδομάδες το ποσοστό του. Την παρούσα στιγμή, το επιτόκιο αυτό κυμαίνεται σταθερά στο 0% από τον Μάρτιο του 2016.

Διάγραμμα 1

Μεταβολή επιτοκίου πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης

Σημείωση: Στο διάγραμμα αυτό παρουσιάζεται η πορεία του επιτοκίου διευκόλυνσης πράξεων κύριας χρηματοδότησης από το 2008 και μετά.
Πηγή: Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ανακτήθηκε από https://www.bankofgreece.gr/statistika/xrhmatopistwtikes-agores/epitokia-anaforas-ekt

Παράλληλα, ως ιδιαίτερα σημαντικές λογίζονται και οι πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, οι πράξεις αυτές αφορούν συναλλαγές παροχής ρευστότητας που λαμβάνουν χώρα κάθε μήνα, αρκούν συνήθως για ένα τρίμηνο και άρα φέρουν πιο μακροπρόθεσμο χαρακτήρα.

Στην προκειμένη, δε, περίπτωση, η ΕΚΤ δεν επιδιώκει την διαμόρφωση των ανάλογων επιτοκίων με τα οποία θα εκτελεστούν οι πράξεις αυτές. Αντιθέτως, στις πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, η ΕΚΤ φέρει απλώς τον ρόλο του αποδέκτη τιμών. Για αυτό, μάλιστα, και στην κατηγορία αυτή δεν ανακοινώνεται κάποιο συγκεκριμένο επιτόκιο, όπως αντιστοίχως συμβαίνει με τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης.

Τέλος, οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων ρευστότητας καθώς και οι διορθωτικές πράξεις αποτελούν τις 2 τελευταίες κατηγορίες πράξεων ανοιχτής αγοράς. Οι πρώτες φέρουν χαρακτήρα έκτακτο και στόχος τους είναι η απορρόφηση των διακυμάνσεων ρευστότητας που αναδύονται βραχυπρόθεσμα, ενώ από την άλλη, μέσω των διορθωτικών πράξεων η ΕΚΤ στοχεύει στην ρύθμιση της διάρθρωσης του Ευρωσυστήματος έναντι του Χρηματοπιστωτικού Τομέα. Βέβαια, διορθωτικές πράξεις μπορεί να διενεργήσει η ΕΚΤ μέσω των αντιστρεπτέων συναλλαγών, των οριστικών συναλλαγών, καθώς και μέσω της έκδοσης χρεογράφων.

Πέραν, όμως, των πράξεων ανοιχτής αγοράς, η ΕΚΤ μπορεί να ρυθμίσει την ρευστότητα που υπάρχει στην χρηματαγορά και μέσω της εκτέλεσης παγίων διευκολύνσεων.

Συγκεκριμένα, προς αυτήν την κατεύθυνση, η ΕΚΤ διαθέτει  2 επιλογές, με την πρώτη εξ αυτών να αναφέρεται στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης. Μέσω της ενέργειας αυτής, λοιπόν, τα πιστωτικά ιδρύματα δύναται να λάβουν ρευστότητα μίας ημέρας από την ΕΚΤ. Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση, η παροχή ρευστότητας γίνεται έναντι ασφάλειας υπό τη μορφή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, για το χρονικό αυτό διάστημα της μίας ημέρας, τα πιστωτικά ιδρύματα επιβαρύνονται και με ορισμένο επιτόκιο, γνωστό ως επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης. Το επιτόκιο αυτό αποτελεί το δεύτερο εκ των τριών επιτοκίων που η ΕΚΤ επανεξετάζει κάθε 6 εβδομάδες, με την τιμή του να ανέρχεται στο 0,25% από τον Μάρτιο του 2016.

Διάγραμμα 2

Μεταβολή επιτοκίου διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης

Σημείωση: Στο διάγραμμα αυτό παρουσιάζεται η πορεία του επιτοκίου διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης από το 2008 και μετά.
Πηγή: Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ανακτήθηκε από https://www.bankofgreece.gr/statistika/xrhmatopistwtikes-agores/epitokia-anaforas-ekt

Από την άλλη πλευρά, στην κατηγορία των πάγιων διευκολύνσεων εντάσσεται και η διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων. Η επιλογή αυτή, λοιπόν, δίνει τη δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να πραγματοποιήσουν καταθέσεις μίας ημέρας στις αντίστοιχες εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος. Καταθέσεις, βέβαια, οι οποίες επιβαρύνονται και με ορισμένο επιτόκιο. Το επιτόκιο αυτό, γνωστό και ως επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, αποτελεί το τελευταίο εκ των 3 επιτοκίων που η ΕΚΤ ανακοινώνει κάθε 6 εβδομάδες και συγκεκριμένα από το 2014 φέρει αρνητικό πρόσημο. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται εν τέλει την επιβάρυνση των πιστωτικών ιδρυμάτων με ορισμένο «κόστος» κατά την εκτέλεση καταθέσεων τέτοιου τύπου. Αυτήν την περίοδο, το «κόστος» αυτό ανέρχεται στο 0,5% επί του συνόλου της κατάθεσης για μία ημέρα.

Διάγραμμα 3

Μεταβολή επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων

Σημείωση: Στο διάγραμμα αυτό παρουσιάζεται η πορεία του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων από το 2008 και μετά.
Πηγή: Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ανακτήθηκε από https://www.bankofgreece.gr/statistika/xrhmatopistwtikes-agores/epitokia-anaforas-ekt

Τέλος, τα πιστωτικά ιδρύματα των χωρών της Ευρωζώνης πρέπει να διατηρούν υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά, τα οποία και καταθέτουν σε λογαριασμούς των εκάστοτε κεντρικών εθνικών τραπεζών. Το ελάχιστο ποσό των αποθεματικών αυτών επανεξετάζεται κάθε μήνα και προσδιορίζεται με βάση τον όγκο των καταθέσεων και υποχρεώσεων που φέρουν οι τράπεζες. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή η ΕΚΤ καταβάλλει ένα βραχυπρόθεσμο τόκο για τη διατήρηση των αποθεματικών αυτών. Με τον τρόπο αυτό, η ΕΚΤ επιδιώκει την σταθεροποίηση των επιτοκίων στην χρηματαγορά, αλλά και τη δημιουργία ενός διαρθρωτικού ελλείμματος ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα. Σε περίπτωση, δε, που κάποιο πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με την παραπάνω δέσμευση, τότε είναι πιθανόν να του επιβληθούν κυρώσεις από την ΕΚΤ, μέσω για παράδειγμα της επιβολής επιτοκίων ποινής.

Παρακάτω, λοιπόν, παρουσιάζονται και γραφικά τα συμβατικά μέσα που διαθέτει η ΕΚΤ για την διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας.

Γράφημα 1

Συμβατικά «εργαλεία» της ΕΚΤ για την διασφάλιση  της νομισματικής σταθερότητας.

Ποια είναι, όμως, τα μέσα που έχει επιστρατεύσει η ΕΚΤ προκειμένου να θωρακίσει και να διασφαλίσει την νομισματική σταθερότητα της Ευρωζώνης κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο της πανδημίας και των lockdown;

Συγκεκριμένα, με την έναρξη της πανδημίας, τον Μάρτιο του 2020 η ΕΚΤ ανακοίνωσε το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας (PEPP). Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μη συμβατικό μέτρο νομισματικής πολιτικής, στόχος του οποίου είναι ο περιορισμός των συνεπειών της πανδημίας και κατά επέκταση η προφύλαξη της ζώνης του ευρώ. Με άλλα λόγια, μέσω αυτού του προγράμματος η ΕΚΤ επιδιώκει την μείωση του κόστους δανεισμού και, ως εκ τούτου, την ενίσχυση των χρηματοδοτικών χορηγήσεων εντός της Ευρωζώνης.

Στην αρχή το ποσό του προγράμματος αυτού ανερχόταν σε 750 δισεκατομμύρια ευρώ. Στην συνέχεια, όμως, και συγκεκριμένα τον Ιουνίου του 2020, έγινε επέκταση του ποσού αυτού κατά 600 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ, εν τέλει, από τον Δεκέμβριο του 2020 ο προϋπολογισμός του προγράμματος κυμαίνεται πλέον στα 1,85 τρισεκατομμύρια ευρώ. Τέλος, έγινε επέκταση και του χρονικού ορίζοντα εφαρμογής του προγράμματος μέχρι και τον Μάρτιο του 2022.

Επίσης, η διατήρηση των επιτοκίων σε σταθερό επίπεδο, αποτέλεσε ακόμα μία απόφαση η οποία ήρθε να μετριάσει τις συνέπειες της πανδημίας. Με άλλα λόγια, με το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης να ανέρχεται σε 0%, το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης σε 0,25% καθώς και το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων σε -0,50%, η ΕΚΤ στοχεύει να διατηρήσει ενισχυμένη την ρευστότητα της χρηματαγοράς.

Παράλληλα, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι το 2021 θα προβεί στην εκτέλεση τεσσάρων νέων επιπρόσθετων μακροπρόθεσμων πράξεων αναχρηματοδότησης έκτακτης ανάγκης (PELTRO), προκειμένου να ενισχύσει την ρευστότητα των τραπεζών.

Τέλος, αποφασίστηκε και η επέκταση των όρων που αφορούν την τρίτη σειρά στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III). Συγκεκριμένα, οι ευνοϊκοί όροι του προγράμματος αυτού θα ισχύουν εν τέλει έως και τον Ιούνιο του 2022, δηλαδή κατά 12 μήνες περισσότερο. Ταυτόχρονα, τρεις επιπρόσθετες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα θα λάβουν χώρα μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου του 2021.

Αδιαμφισβήτητα, το διάστημα αυτό αποτελεί μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για την Ευρωζώνη. Η υγειονομική «βόμβα», ονόματι COVID-19, έχει κλυδωνίσει εξ ολοκλήρου τα θεμέλια του ευρωπαϊκού «επιχειρείν», επιφέροντας αναπάντεχες οικονομικές συνέπειες. Με τα παραπάνω μέτρα, όμως, η ΕΚΤ στοχεύει τόσο στην εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, όσο και στην ενίσχυση των οικονομιών της Ευρωζώνης. Βέβαια, η πλήρη αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών θα μπορέσει να εξεταστεί ενδελεχώς σε μερικά χρόνια, όποτε και η κατάσταση αυτή θα αποτελεί παρελθόν. Πάντως, η ικανοποιητική πορεία των spreads των 10-ετών κρατικών ομολόγων, όπως διαπιστώνεται και από το παρακάτω διάγραμμα, φανερώνει τη θετική ανταπόκριση των αγορών ως προς τις κινήσεις της ΕΚΤ.

Διάγραμμα 4

Μεταβολή των spreads στην Ευρωζώνη την τελευταία χρονιά

Σημείωση: Στο διάγραμμα απεικονίζεται η επιρροή των πρακτικών της ΕΚΤ στα spreads της Ευρωζώνης.
 
ΠΗΓΗ: Baird, J. (2020, Δεκέμβριος). Eurozone Yield Convergence: Will It Last? Ανακτήθηκε από https://jonathanbaird88-89120.medium.com/eurozone-yield-convergence-will-it-last-cf045cbed6a7

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πόσο χρήσιμο σας φάνηκε το συγκεκριμένο άρθρο;

Πατήστε σε ένα αστέρι για να δώσετε κριτική!

Μέση Βαθμολογία: 0 / 5. Ψήφοι: 0

Μοίρασε το!

Leave a Reply